Νέος τρόπος επιλογής δικαστικής ηγεσίας

Ποια είναι η αξιοπιστία που έχει ο θεσμός της δικαιοσύνης στη συνείδηση της κοινωνίας, όταν είναι γνωστό ότι η επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων γίνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση ως δικαίωμα της εκτελεστικής εξουσίας.

Ειδικά με την κρίση των τριών μνημονίων, των πολλών σκανδάλων στην πολιτική ζωή και την συνολική αρνητική εικόνα για το πολιτικό σύστημα γενικότερα, μήπως έχει πληγεί σημαντικά και το κύρος της δικαιοσύνης και χρειάζεται μία νέα διαδικασία που θα αναζωογονήσει τις τρεις εξουσίες του πολιτεύματος.

Οι παραπάνω αφορμές και σκέψεις αποτέλεσαν αντικείμενο μίας επιστημονικής δημοσίευσης στο πλαίσιο μιας συνολικής εισήγησης για την αναθεώρηση του θεσμού της Δικαιοσύνης, και ανάγονται σε συμπεράσματα από μία ενδελεχή μελέτη, λαμβάνοντας υπόψη τις διακυμάνσεις του συστήματος των τριών εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) της ελληνικής δημοκρατίας και την ανάγκη έκαστη εξ αυτών να είναι ανεξάρτητη τυπικά και ουσιαστικά αλλά και ταυτόχρονα συμπληρωματική η μία προς την άλλη για την συνολική πρόοδο και ευημερία του κράτους και της κοινωνίας στην Ελλάδα.

Η ανάλυση που προτάσσεται καθώς και η πρόταση για μία νέα αδιάβλητη και πλήρως αντικειμενική διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας, δίνει μία απλή ως προς τον τρόπο αλλά ξεκάθαρη και ουσιαστική λύση με βάση το επιστημονικό επίπεδο και την εμπειρία των δικαστικών λειτουργών. Με την παρακάτω πρόταση αποκαθίσταται το κύρος της δικαιοσύνης ως θεσμός του πολιτεύματος και της κοινωνίας, αλλά και εξασφαλίζεται η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ανεξαρτησία και διαφάνεια καθώς και η η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος συνολικά.

Πράγματι, μέχρι σήμερα βιώνουμε στη χώρα μας κάτι ίσως παράδοξο -αν όχι αντιδημοκρατικό- που παρακάμπτει τις αρχές λειτουργίας του Πολιτεύματος και αλλοιώνει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως ορίζεται στο Σύνταγμα. Το γεγονός αυτό αφορά τον διορισμό της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία χωρίς περαιτέρω ουσιαστικά κριτήρια, καθώς επίσης το απρόσβλητο των αποφάσεων αυτών, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (αρ. 90 παρ. 5,6 Σ).

Εάν αρχή λειτουργίας του Πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία με συνεπακόλουθη τη διάκριση των εξουσιών, τότε μάλλον θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως νομικό και λογικό παράδοξο, το γεγονός ότι η εκτελεστική εξουσία ορίζει τη δικαστική, επεμβαίνοντας ίσως και διαλυτικά στην ισόρροπη σχέση μεταξύ των λειτουργιών1.

Η «διαπλοκή» μεταξύ των εξουσιών, όπως στοιχειοθετείται με την παρούσα ρύθμιση, έχει συνεισφέρει και αυτή στην παράλληλη ενίσχυση της έλλειψης εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και στο θεσμό της Δικαιοσύνης γενικότερα. Διότι ο κάθε πολίτης χρησιμοποιώντας μια άλλη αρχή του δικαίου, τους γενικά παραδεκτούς κανόνες από την κοινή πείρα, μπορεί να απορήσει σχετικά με το πώς δύναται η ηγεσία των δικαστηρίων να είναι πλήρως αντικειμενική και αμερόληπτη, όταν καλείται να αποφασίσει σε υποθέσεις που αφορούν το κράτος (τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία).

Ιδίως το ζήτημα αυτό αποκτά έντονο ενδιαφέρον, όταν πολίτες αξιώνουν την προστασία των ατομικών τους δικαιωμάτων -είτε αποθετικών, είτε θετικών- σε γεγονός ή κατάσταση που εμπλέκεται το κράτος. Δεν πρόκειται μόνο για ζητήματα περιβάλλοντος και δημοσίων έργων και την επακόλουθη στάση του ΣτΕ, καθότι δεν είναι αυτά μόνο τα συνήθη ζητήματα, αν και έχουν απασχολήσει έντονα τον δημόσιο διάλογο.

Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε όλες εκείνες τις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις αναφορικά με τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, καθώς και θέματα παιδείας και επιδοματικών παροχών. Πρόσφατο εξ άλλου ζήτημα τριβής αποτέλεσαν οι αποφάσεις του ΣτΕ επί των νόμων κύρωσης των μνημονίων της δανειακής σύμβασης του κράτους με την τρόικα, ιδίως στο σημείο που θίγουν ζητήματα όπως τα προαναφερθέντα2.

Ακόμη, σημαντικό είναι και το ζήτημα της αστικής, καθώς και της ποινικής ευθύνης του κράτους δια των εκάστοτε κυβερνητικών αποφάσεων, που προκαλούν είτε εντάσεις είτε ευθείες προσβολές δικαιωμάτων προς τους πολίτες, όπως καθυστέρηση ή μη επιδίκαση αποζημιώσεων σε περιπτώσεις βλάβης ή ζημίας περιουσίας ή και της προσωπικότητας.

Ωστόσο, εδώ μπορεί να υποστηριχθεί ως αντίλογος ότι ένεκα της αρχής αλλά και του στόχου να υπάρχει διακυβέρνηση σε ομαλές συνθήκες, καθώς και να προχωρά το νομοθετικό και κανονιστικό έργο με οικονομία του χρόνου, θα πρέπει να υπάρχει μια κοινή συνισταμένη ανάμεσα στις τρεις εξουσίες, με τη διατήρηση πάντα της αυτονομίας της καθεμιάς.

Αυτό σημαίνει πως η κυβέρνηση απολαμβάνει στην πράξη την εμπιστοσύνη της Βουλής και χάριν αυτής κυβερνά, ώστε να επιτυγχάνεται η πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας όπως αυτή εκφράζεται δια των εκλογών, με αποτέλεσμα να πρέπει να έχει όχι τόσο την εμπιστοσύνη, όσο και τη θετική προαίρεση της τρίτης εξουσίας-λειτουργίας του κράτους, της Δικαιοσύνης.

Όπου η θετική αυτή αντιμετώπιση δεν σημαίνει την εκάστοτε συμφωνία με την κυβέρνηση αλλά την συνολική ειλικρινή και αντικειμενική αντιμετώπισή της χωρίς κατευθύνσεις. Δηλαδή, για να προχωρήσει το έργο της πολιτικής εξουσίας χρειάζεται μια δικαστική εξουσία, που δεν θα προσκολλάται σε ζητήματα ήσσονος σημασίας και θα προχωρά στις ανάλογες σταθμίσεις κατά την κρίση της επί θεμάτων σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα και την προσβολή τους από την πολιτική εξουσία.

Επίσης, η στάθμιση πολιτικών επιλογών με βάση την αρχή του δημοσίου συμφέροντος θα είναι όσο το δυνατόν πιο θετική (με την ανάλογη νομική τεκμηρίωση) και δεν θα ασκεί εμμέσως η δικαστική εξουσία πολιτική παρέμβαση σε τομείς όπως π.χ. οι επενδύσεις στρατηγικού χαρακτήρα για την οικονομία.

Το γεγονός ότι σκοπός των εκλογών και των τριών κρατικών λειτουργιών είναι η πρόοδος του κράτους και των πολιτών μέσω της υλοποίησης του κυβερνητικού έργου, λογικά δεν θα έπρεπε να εξισώνεται με την de jure επικράτηση της εκτελεστικής έναντι των άλλων δυο εξουσιών. Η δικαστική εξουσία, δηλαδή, αποτελεί το αντίβαρο απέναντι σε πιθανές κυβερνητικές επιλογές που παραβιάζουν τους νόμους και τη δικαιοσύνη, που, όπως ορίζεται και στο Σύνταγμα στο άρθρο 87, είναι ανεξάρτητη.

Συνεπώς, κανείς δεν απαγορεύει στη δικαστική εξουσία να αποφασίζει ανεξάρτητα και χωρίς πολιτικές επιρροές, μιας και το αν θα έχει θετική στάση προς το έργο της πολιτικής εξουσίας, είναι αυτονόητο, γιατί και αυτή αποσκοπεί ως κρατική λειτουργία στην πρόοδο του έργου αυτού κατ’ εφαρμογή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας.

Κατά τα ανωτέρω, καθίσταται μάλλον απαραίτητο να ελέγχεται με συνταγματική ρύθμιση ο τρόπος ανάδειξης της ηγεσίας της, όταν εκ του ίδιου του Συντάγματος πηγάζει και ο τρόπος αλληλεπίδρασης των τριών λειτουργιών, που πρέπει να είναι θετικός προς τον έναν κοινό σκοπό. Η δικαστική εξουσία ως ανεξάρτητη4, αφενός συνεισφέρει στην κρατική λειτουργία και στην ευρύτερη πρόοδο, αφετέρου υποχρεούται να ελέγχει τις άλλες δυο λειτουργίες για το αν με νόμιμα και δίκαια μέσα επιτυγχάνεται αυτός ο σκοπός.

Παράλληλα, επειδή οι άλλες δυο εξουσίες, παρόλο που ενεργούν και αυτές στο όνομα του ελληνικού λαού, δεν είναι εξ ορισμού ανεξάρτητες και η πιθανότητα -ηθελημένων ή μη- παρατυπιών είναι αυξημένη, καταγράφεται και η προσπάθεια ελέγχου της δικαστικής εξουσίας. Σημειωτέον δε ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 90 Σ, οι σχετικές αποφάσεις περί της ηγεσίας των δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε προσβολή ενώπιον του ΣτΕ, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη της εκτελεστικής να ελέγχει πλήρως τη δικαστική εξουσία.

Συνεπώς, κρίνεται ουσιώδης για την ουσία του Πολιτεύματος η ύπαρξη μιας συνταγματικής διάταξης περί ορισμού της ηγεσίας των δικαστηρίων με την κατ ελάχιστον συμμετοχή της εκτελεστικής εξουσίας και η συνακόλουθη αναθεώρησή της, προς την κατεύθυνση του άρθρου 26Σ. Προτείνεται, λοιπόν, ένας δημοκρατικός και αξιοκρατικός τρόπος πλήρωσης των θέσεων της ηγεσίας της δικαιοσύνης δια της κλήρωσης μεταξύ ισοτίμων, κατά την παρακάτω προσαρμογή του άρθρ. 90 παρ. 5 και 6 Σ:

«Οι πρόεδροι και οι αντιπρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων ορίζονται ύστερα από κλήρωση μεταξύ ισότιμων κάθε φορά δικαστών με σεβασμό στην επετηρίδα. Η θητεία είναι για 2 έτη και οι διατελέσαντες στην ηγεσία δικαστές δύνανται να συμμετέχουν σε εκ νέου κλήρωση έπειτα από τη λήξη της επόμενης θητείας, που ακολουθεί τη δική τους. Σε περίπτωση ουσιαστικής αδυναμίας εφαρμογής (όπως αιτία θανάτου) πραγματοποιείται κλήρωση με τη συμμετοχή των προηγουμένως διατελέσαντων στην ηγεσία».

Σύμφωνα με αυτή τη ρύθμιση, η ηγεσία των δικαστηρίων προκύπτει με αντικειμενικό και αδιάβλητο τρόπο δια μέσω της κλήρωσης μεταξύ ίσων και ικανών δικαστικών λειτουργών. Ενώ η πρόβλεψη για 2ετή θητεία και η δυνατότητα συμμετοχής σε επόμενη κλήρωση των διατελέσαντων προέδρων, παρά μόνον έπειτα από την παρέλευση μιας θητείας, εγγυάται την πλήρη ανεξαρτησία, καθώς και την παρεμπόδιση δημιουργίας στενότερων επαφών με την εκάστοτε ηγεσία της εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας.

Εάν αποτελεί κοινή συλλογιστική ανάλυση και γεγονός ότι πράγματι χρειάζεται μία αλλαγή στην επιλογή της δικαστικής ηγεσίας, τότε η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να συμβάλλει στην κατεύθυνση αυτή. Εάν αυτή όμως αποτελεί και προτεραιότητα για μία κυβέρνηση και για ένα κοινοβουλευτικό σώμα, αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά συνολικά την κοινωνία, τα πολιτικά κόμματα και τις προτεραιότητες που μπορούν όχι μόνον να τεθούν αλλά να αξιώσουν και την εφαρμογή τους.

Πολύ απλά η επιστημονική τεκμηρίωση υπάρχει για την ανάγκη αλλαγής προς μία πιο ανεξάρτητη διαδικασία και προς μία ουσιαστικότερη λειτουργία των τριών εξουσιών, αλλά η εφαρμογή νέων μεθόδων αποτελεί ζήτημα πέραν της νομικής επιστήμης και αφορά την συνολική πολιτική κατάσταση της χώρας.

* Το κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης: «Συνταγματική Αναθεώρηση της Δικαιοσύνης ως Θεσμού της Κοινωνίας και του Πολιτεύματος» στο περιοδικό Το Σύνταγμα, τεύχος 3/2016.

  1. Παντελής Α., Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Λιβάνη, 2η έκδοση, σελ. 296-297.
  2. Συμβούλιο της Επικρατείας, 668/2012, (Ολομέλεια) «Μνημόνιο»  και κριτική σε Μποτόπουλος Κ., Κοινός νους και κενά σημεία στην «απόφαση του Μνημονίου», constitutionalism.gr
  3. Μαυριάς Κ., Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2005, σελ. 746-749.
  4. Μπέης Κ., Η δικαστική ανεξαρτησία στην ελληνική έννομη τάξη, στον τόμο υπό τον τίτλο: «Το ελληνικό έλλειμμα κράτους δικαίου», Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σελ. 356 επ.

Επικοινωνήστε μαζί μου

Email : info@stavrostasiopoulos.gr

Social Media

Για να μη χάνετε κανένα νέο...
Εγγραφείτε στο Newsletter μας
© 2023 Σταύρος Τασιόπουλος
Made by NewsMedia - All Rights Reserved