Η αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων – μια ρεαλιστική ανάλυση

Τα τελευταία χρόνια ειδικά την περίοδο των Μνημονίων, στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο οι δημοσκοπήσεις που διενεργούνται προεκλογικά αλλά και κατά τη διάρκεια μιας κυβερνητικής περιόδου, να μην αποτυπώνουν μεγέθη σχετικά κοντά με το πραγματικό τελικό αποτέλεσμα των εκλογών.

Ένα ζήτημα συνολικά για το Δυτικό κόσμο

Το γεγονός αυτό έχει δώσει με τη σειρά του, λαβή για αρνητικά σχόλια για το πολιτικό σύστημα συνολικά, που αφορούν είτε απλοϊκές κριτικές ότι υπάρχει διαπλοκή συμφερόντων, είτε ότι κάποια συγκεκριμένα συμφέροντα επιδιώκουν να αλλοιώσουν την κοινή γνώμη πριν τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας.

Αντίστοιχα αυτά τα σχόλια αναλόγως και το χώρο προέλευσης τους, πολιτικό, εργασιακό, κοινωνικό κλπ λαμβάνουν προεκτάσεις είτε άκρως ανεδαφικές και συνωμοσιολογικές είτε ελλιπούς απουσίας ανάλυσης των πραγματικών δεδομένων.

Κι όμως αν παρατηρήσει κανείς τα δεδομένα από άλλες χώρες του Δυτικού κόσμου θα δει ότι το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό και μόνον, μιας και από τις πρόσφατες εκλογές στην Τουρκία ως την ψηφοφορία για το Brexit καθώς και για τις εκλογές στην Ιταλία, τη Γαλλία, την νίκη Trump στις ΗΠΑ, όλα τα στοιχεία δείχνουν μία συγκεκριμένη αδυναμία.

Η τελική λαϊκή έκφραση δια της ψηφοφορίας η οποία εκ προοιμίου δεν δύναται να προβλεφθεί πλήρως, καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη καθότι στην πληθώρα των περιπτώσεων δεν τυγχάνει της πλήρους επεξεργασίας με όλα τα αντικειμενικά και επιστημονικά εργαλεία.

Το γεγονός αυτό δύσκολα μπορεί να τεθεί υπό τη βάση της κατ ανάγκη εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων και πολύ πιο εύκολα μπορεί να υπολογιστεί ως συνάρτηση του συνολικού τρόπου επιφανειακής αντιμετώπισης των ψηφοφόρων και της δημοκρατικής διαδικασίας εν γένει ταυτόχρονα με μεθοδολογικές αδυναμίες.

Το βασικό νομικό πλαίσιο

Η διεξαγωγή μίας νόμιμης δημοσκόπησης δεν αποτελεί δυνατότητα που παρέχεται προς τον οποιονδήποτε, καθότι άλλο ζήτημα είναι μία συμπλήρωση ερωτηματολογίου στο πλαίσιο μιας φοιτητικής εργασίας ή μιας προσωπικής έρευνας και άλλο η νομικά επίσημη διεξαγωγή έρευνας κοινής γνώμης.

Συγκεκριμένα η ελληνική νομοθεσία με συγκεκριμένες διατάξεις και με βασικό πλαίσιο τον νόμο 3603/2007 ορίζει επ ακριβώς τις προϋποθέσεις λειτουργίας μιας εταιρίας έρευνας κοινού και διεξαγωγής δημοσκοπήσεων, ενώ παράλληλα υπάρχει και το σχετικό μητρώο εταιρειών με βάση τον ίδιο νόμο. Δηλαδή είναι εύκολο να ελεγχθεί η νομιμότητα μίας δημοσκόπησης ανεξαρτήτως από τη μορφή της εταιρίας από την οποία διεξάγεται, και αντίστοιχα να φανεί αν κάποια εταιρία έχει την απαραίτητη νομική κατοχύρωση.

Η νομοθεσία είναι σαφής και μάλιστα ορίζει τα χαρακτηριστικά τα οποία οφείλει να έχει μία δημοσκόπηση που διεξάγεται ώστε να πληροί τις απαιτήσεις του νόμου ως προς την τήρηση και της μεθοδολογίας και των εργαλείων συλλογής δεδομένων και δείγματος.

Εδώ ακριβώς ξεκινάει και η σύγχρονη προβληματική επί των δημοσκοπήσεων που φθάνει να θίγει συνολικά την αξιοπιστία τους ακόμα και για τον πιο καλοπροαίρετο πολίτη, παρά το γεγονός ότι εξ ορισμού δεν αποτελούν μία 100% απόλυτη πρόβλεψη, αλλά μία διαδικασία πιθανολόγησης σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους και μεθοδολογικά εργαλεία.

Στην σύγχρονη μορφή τους η πληθώρα των δημοσκοπήσεων διεξάγεται με ένα μείγμα τηλεφωνικών και διαδικτυακών ερωτημάτων σε ένα δείγμα τυπικά σταθμισμένο με ένα μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων ως προς τα ερωτήματα ψήφου, ενώ ως προς τα πιο ποιοτικά ερωτήματα σχετικά με τα ζητήματα παρατηρείται μία πιο εύκολη διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων

Η παραδοσιακή μέθοδος εγγράφου ερωτηματολογίου με κάλπη και με απευθείας στάθμιση των ποιοτικών δεδομένων των ερωτώμενων πολιτών είναι μία ακριβή διαδικασία, αρκετά κοστοβόρα σε σχέση με τις άλλες και επίσης απαιτεί πληρέστερους ποιοτικά αναλυτές που θέτουν τα ερωτήματα και επεξεργάζονται τις απαντήσεις και εξάλλου ως προς την απαίτηση της νομοθεσίας όλες οι παραπάνω μέθοδοι έχουν την ίδια σημασία.

Τυπικότητα και ουσιαστικότητα της διαδικασίας

Παρατηρείται ότι πολλά ευρήματα βρίσκονται σε μια αναντιστοιχία με τα τελικά αποτελέσματα της κάλπης, ενώ δεν λείπουν και εκείνες οι δημοσκοπήσεις που πετυχαίνουν ένα μέγιστο βαθμό προσέγγισης με το τελικό αποτέλεσμα. Στην πράξη βλέπουμε να δημοσιεύονται απαντήσεις που την ημέρα των τελικών αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας, απέχουν σημαντικά από αυτά διότι σε μεγάλο βαθμό οι πολίτες – ερωτώμενοι προσεγγίζονται επιφανειακά.

Η ακολουθούμενη μέθοδος (τηλεφωνική, διαδικτυακή, ή δια ζώσης) έρευνας, ο βαθμός της επιστημονικής αρτιότητας κατά την θέσπιση των ερωτημάτων και την ανάλυση των απαντήσεων, η οποία είναι σαφές ότι παίζει καθοριστικό ρόλο, είναι παράγοντες που αυξάνουν σημαντικά το κόστος μίας βέλτιστης δημοσκόπησης, παρότι μπορεί όλες να πληρούν τις νόμιμες υποχρεώσεις.

Για να γίνει πιο αντιληπτό το πρόβλημα, είναι άλλο ζήτημα η τυπική τήρηση της μεθοδολογίας, η συλλογή του δείγματος και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων ως νομική υποχρέωση και άλλο ο τρόπος που τίθενται τα ερωτήματα, αναλύονται οι απαντήσεις των ερωτώμενων και εν τέλει διαμορφώνεται το συμπέρασμα συνολικά.

Αν το σκεφθούμε καλύτερα, η διαδικασία στην πληθώρα των περιπτώσεων διεξάγεται από υπαλλήλους που πληρώνονται με την ώρα ή ακόμα χειρότερα με την επιτυχή κλήση, τηλεφωνώντας σε μία λίστα τηλεφώνων ώστε να καταφέρουν να λάβουν τον απαιτούμενο αριθμό απαντήσεων, και ακολούθως συνεχίζεται με εκείνους που προχωρούν στην ανάλυση των ευρημάτων σε συνδυασμό με εκείνους που τα έχουν θέσει εξ αρχής.

 Γίνεται σαφές ότι στη θέση όλων αυτών των ρόλων χρειάζονται άτομα που να έχουν την βέλτιστη επιστημονική κατάρτιση και εμπειρία, δηλαδή τη γνώση θέσπισης ερωτημάτων αντικειμενικών και ορθών επιστημονικά, τα οποία με βάση τις ποιοτικές δυνατότητές τους θα συμβάλλουν καθοριστικά στην πληρέστερη αποτύπωση της γνώμης. 

 Άραγε συμβαίνει κάτι τέτοιο, όταν δεν δημοσιεύονται τα επιστημονικά χαρακτηριστικά του έμψυχου δυναμικού που διεξάγει την έρευνα και μήπως ήδη αυτό είναι ένα σημαντικό γεγονός που επιδρά στην αξιοπιστία συνολικά;

Και αν μάλιστα σκεφθούμε ότι τα πρόσωπα αυτά είναι στην πλειοψηφία απλώς άτομα που επιδιώκουν την μισθοδοσία τους, τότε αντιλαμβανόμαστε ήδη ένα έλλειμμα της διαδικασίας που γεννά ερωτηματικά για την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος.

Επίσης αν στο σημείο αυτό προστεθεί και μία γενική αρχή της προχειρότητας που διαπερνά όλες σχεδόν τις δουλειές που σχετίζονται με κοινό και δεν έχουν καλές αμοιβές, γεγονός που αναγνωρίζουν όλοι οι υπεύθυνοι HR μεγάλων εταιριών, τότε αρχίζει και γίνεται σαφές ένα μέρος του προβλήματος.

Η επιφανειακή ανάγνωση της δημοκρατίας

Συνεπακόλουθα με τα παραπάνω ζητήματα γίνεται σαφές ότι οι βασικοί συντελεστές μίας δημοσκόπησης δεν αποτελούν εξ ορισμού τα καταλληλότερα πρόσωπα με το βέλτιστο επιστημονικό επίπεδο,γνώσεις και εμπειρία που χρειάζονται για τη διεξαγωγή της γεγονός που γεννά εύλογα ερωτήματα καθότι δεν υπάρχει εικόνα περί του έμψυχου δυναμικού που διεξάγει έκαστη δημοσκόπηση, μιας και άλλο είναι να ρωτάει ένας πτυχιούχος πολιτικής επιστήμης με εξειδίκευση στα θέματα και άλλο ένας απόφοιτος ΙΕΚ σε θέματα πληροφορικής ή ένας απλός υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου.

Σε συνδυασμό με τα ανωτέρω δεδομένα που σε μεγάλο μέρος αφορούν την ποιοτική κατάσταση των δημοσκοπήσεων κυρίαρχο θέμα είναι η επιφανειακή ανάγνωση της δημοκρατίας και της ψηφοφορίας ως συστατικό της, δηλαδή ως ένα ακόμη προϊόν προς μέτρηση ενώ η δημοκρατία δεν αποτελεί εμπορεύσιμο αγαθό.

Εφόσον η λαϊκή κυριαρχία εκφράζεται δια της ψήφου μέσα από τα εχέγγυα του δημοκρατικού πολιτεύματος με βάση το Σύνταγμα, τότε είναι σαφές ότι όσο σοβαρή είναι αυτή η διαδικασία και νομικά και πολιτικά, άλλο τόσο οφείλει να είναι και η διαδικασία της πιθανολόγησης της έκφρασης των πολιτών.

Δηλαδή είναι άλλης σημασίας και βαρύτητας η διεξαγωγή ερευνών αναφορικά με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχουν οι επιχειρήσεις και διαφορετικής κατάστασης η προσέγγιση της βούλησης των πολιτών ειδικά σε μία κοινωνία που δοκιμάζεται καθημερινά από τις οικονομικές και λοιπές πιέσεις.

Ο πολίτης που λαμβάνει μία τηλεφωνική κλήση καταγραφής της άποψής του, ανώνυμα με βάση το νομικό πλαίσιο, την ώρα εκείνη βρίσκεται σε μία Χ ψυχολογική, συναισθηματική κατάσταση που βασίζεται σε πάρα πολλές παραμέτρους που σε συνδυασμό με το χρονικό διάστημα που διαρκεί η συμπλήρωση των ερωτημάτων, δύσκολα μπορεί να ανιχνευθεί η πλήρης βούληση του.

Σε αντιδιαστολή η δια ζώσης συμπλήρωση ερωτηματολογίου, η κατάλληλη προσέγγιση από τον λήπτη που κάνει τη συλλογή και ο χρόνος για τη συμπλήρωση δημιουργούν εν πολλοίς καταλληλότερο και πιο πρόσφορο κλίμα για την πληρέστερη αποτύπωση της βούλησης του ερωτώμενου.

Ακολούθως με βάση τα εργαλεία της πολιτικής επιστήμης, της στατιστικής, της ψυχολογίας, της συμπεριφορικής μπορεί να υπάρξει η βέλτιστη ανάλυση που όμως απαιτεί και την αντίστοιχη αμοιβή όσων απασχοληθούν για αυτήν και υπό το πρίσμα της θεώρησης της διαδικασίας ως ένα λειτούργημα προς χάριν του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Και αυτό δεν είναι ένα αόριστο θέμα, δεν είναι μία κενή και γενική ευχή, αλλά αποτελεί βασική αρχή για μία τέτοια προσέγγιση καθώς η δημοκρατία δεν είναι ένα ακόμη προϊόν και η ψήφος δεν είναι μία ακόμη έρευνα αγοράς.

Καθίσταται δηλαδή σαφές ότι ο τρόπος που τίθενται τα ερωτήματα μπορεί να επηρεάσει και το αποτέλεσμα, αφού για παράδειγμα είναι άλλο ερώτημα:

α) ποια η σημασία του περιβάλλοντος για εσάς

β) ποιο κόμμα πιστεύετε ότι προωθεί τα περιβαλλοντικά θέματα καλύτερα

γ) πόσο επηρεάζει την ψήφο σας το περιβάλλον ως θέμα

δ) ποιο κόμμα θα ψηφίζατε με βάση τα θέματα περιβάλλοντος

Ως εκ τούτου είναι αυταπόδεικτο ζήτημα ότι όσο πιο ουσιαστικά και αμερόληπτα τίθενται τα ερωτήματα, τόσο πιο αρτιότερα συμπεράσματα μπορούν να προκύπτουν, ενώ ο βαθμός προσέγγισης της έρευνας υπό το πρίσμα των αξιών της δημοκρατίας την μεταβάλλει από μία συλλογή ερωτημάτων περί προϊόντων σε μία αποτύπωση των απόψεων στη βάση της δημοκρατικής οργάνωσης του κράτους και της κοινωνίας.

Η λογική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας

Τέλος ένα ζήτημα που σε πολλές εκφάνσεις του δίνει λαβές για διάφορες σκέψεις συνωμοσιολογίας και ανεδαφικών προσεγγίσεων είναι η λογική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, όπου εδράζεται στο απλό γεγονός ότι εξ αρχής εκείνοι που αναθέτουν σε μια εταιρία την διεξαγωγή μίας δημοσκόπησης θέτουν και το πλαίσιο στο οποίο επιζητούν να κινηθεί, μειώνοντας το βαθμό αντικειμενικότητας της.

Πιο απλά οφείλουμε να δούμε πως δεν διεξάγονται επιστημονικές έρευνες σε συνθήκες εργαστηρίου στο πλαίσιο αναζήτησης της απόλυτης αλήθειας από τελείως αντικειμενικούς ερευνητές με τελείως αντικειμενικά δεδομένα, όπως δηλαδή διεξάγεται μία εξέταση αίματος ώστε να εξακριβώσει τα πραγματικά δεδομένα ο γιατρός του ασθενούς, αλλά διαδικασίες επαγγελματικού τύπου μεν με βάση το νομικό πλαίσιο, όμως δε κατά παραγγελία του πληρωτή αυτών που μπορεί να είναι πολιτικά κόμματα, μέσα μαζικής ενημέρωσης κλπ και στο πλαίσιο των αδυναμιών διεξαγωγής όπως αναλύθηκαν.

Ακόμη το φαινόμενο δεν είναι όπως είπαμε εξ αρχής ελληνικό, αφού στην ψηφοφορία για την έξοδο ή παραμονή της Μεγάλης Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπου 160 δημοσκοπήσεις που διεξήχθησαν τότε, μόνον οι 50 προέβλεψαν την έξοδο και μάλιστα οι 15 εξ αυτών το τελικό αποτέλεσμα 52%-48%.

Εκεί η πληθώρα των τηλεφωνικών και ένα σημαντικό μέρος των διαδικτυακών ερευνών απέτυχαν να προβλέψουν το τελικό αποτέλεσμα σε ένα ζήτημα που είχε ένα μόνον ερώτημα, εν αντιθέσει με την προτίμηση στις εκλογές όπου μετέχουν αρκετά κόμματα που διεκδικούν την είσοδο στη Βουλή.

Πολύ απλά αν η πλειοψηφία όσων (αναθέτοντες και διεξάγοντες αυτήν) ασχολούνται με τη δημοσκόπηση  έχουν μία συγκεκριμένη κατεύθυνση και σε μεγάλο βαθμό κινηθούν με βάση αυτήν, όπου ναι μεν θα τηρηθεί το νομικό πλαίσιο υποχρεώσεων διεξαγωγής αλλά η συνολική θεώρηση θα είναι συγκεκριμένη, τότε σε οριακές καταστάσεις υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την τελική πιθανολόγηση.

Στην Ελλάδα λίγο πριν τις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023, έχουν δημοσιευτεί πληθώρα δημοσκοπήσεων όπου δίνουν αποτελέσματα μιας άνετης επικράτησης της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας, ενώ τις τελευταίες ημέρες δημοσιεύματα ξένων ΜΜΕ κάνουν λόγο για δημοσκοπήσεις που διεξάγουν μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις όπου εκεί παρουσιάζονται άλλα ευρήματα οριακών αποτελεσμάτων για τα δύο πρώτα κόμματα.

Το γεγονός αυτό και μόνον αρκεί για να αποδείξει όλα όσα τίθενται στο παρόν άρθρο, δηλαδή ότι η δημοσκόπηση είναι ένα εργαλείο με πολλαπλές παραμέτρους που ναι μεν οφείλει να τηρεί τη νομοθεσία αλλά περαιτέρω τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής μπορούν να ποικίλουν και ότι πάντοτε θα πρέπει να σκεφθούμε ότι ακόμη και η αρτιότερη δημοσκόπηση είναι μία πιθανολόγηση και όχι ψηφοφορία.

Σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο όπου οι κοινωνίες της Δύσης καλούνται να αναδείξουν ηγεσίες καθίσταται διαρκώς πιο πολύπλοκη η προσέγγιση της δημοκρατικής διαδικασίας από τα ίδια τα πολιτικά κόμματα και ακόμη πιο δύσκολη μεθοδολογικά η πιθανολόγηση της λαϊκής βούλησης, όταν σημαντικό μέρος της κοινωνίας έχει μία απέχθεια και μία απαξίωση προς το πολιτικό σύστημα συνολικά.