Eνδοοικογενειακή βία: 55.000 γυναίκες – θύματα από το 2012

Στην Ελλάδα σε 12 χρόνια από το 2012 ως το 2023 ο αριθμός των γυναικών – θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας παρουσιάζει αύξηση 620% και σε πραγματικούς αριθμούς τα επίσημα στοιχεία εμφανίζουν αύξηση από 1.630 θύματα το 2012 σε περίπου 10.100 το 2022 και το 2023, ενώ από το 2020 η αύξηση είναι στο 140% περίπου μιας και από τα 4.243 θύματα έχει ξεπεραστεί πλέον το όριο των 10.000, ενώ για το πρώτο 5μηνο του 2024 υπάρχουν αναφορές για 7500 περιστατικά.

Ταυτόχρονα έχει αυξηθεί και ο αριθμός των περιστατικών, από 2.455 το 2012 σε 11.534 το 2022 και 11.589 το 2023 με την ισχυρή πλειοψηφία των θυμάτων να είναι 75% γυναίκες, όπου χαρακτηριστικά το 2019 ήταν 4.171 γυναίκες και 1.356 άνδρες και το 2022 ήταν 10.131 γυναίκες και 3.435 άνδρες, γεγονός που καθιστά αντικειμενικά τις γυναίκες σε σαφώς δυσχερέστερη θέση.

Σημειώνεται ότι τα δεδομένα αφορούν μόνον σε θύματα από καταγγελίες και στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ και της Γενικής Γραμματείας Ισότητας αφού δεν καταγγέλονται όλα τα περιστατικά, ενώ ο πραγματικός αριθμός υπολογίζεται ως μεγαλύτερος και μπορεί να εντοπιστεί μόνον κατά προσέγγιση και με το συνδυασμό πολλαπλών εργαλείων και ερμηνειών.

Χαρακτηριστικά η Γραμμή SOS 15900, που λειτουργεί από την Γενική Γραμματεία Ισότητας και απευθύνεται σε γυναίκες-θύματα βίας, δέχθηκε 5984 κλήσεις για το έτος 2019 και για το 11μηνο 11/2021-9/2022 υπήρξαν 10.324 κλήσεις, γεγονός που φανερώνει ότι ο αριθμός των ατόμων που καλούν για να λάβουν υποστήριξη και ενημέρωση είναι σαφώς μεγαλύτερος από τα στοιχεία καταγραφής θυμάτων.

*Αναλογική εκτίμηση στα 11589 περιστατικά σύμφωνα με επίσημα δημοσιεύματα επικαλούμενα τις αστυνομικές πηγές, εκκρεμεί επίσημη ανακοίνωση στοιχείων σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Υποθέσεων Ενδοοικοικογενειακής Βίας με βάση το ΠΔ37/2019.

Φταίει ο Covid για την αύξηση;

Παράλληλα με την αύξηση των θυμάτων υπάρχουν το ίδιο χρονικό διάστημα, η οικονομική κρίση και η μείωση του βιοτικού επιπέδου από τα τρία μνημόνια και έπειτα ακολούθησε η κρίση του Covid-19 με πολλαπλές οικονομικές, ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις, που από πολλούς ερμηνεύονται ως οι βασικές αιτίες αύξησης των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Ιδίως δε από το 2020 και έπειτα έχουμε τρία συνεχόμενα έτη αύξησης του αριθμού των θυμάτων και τα μέχρι σήμερα στοιχεία του 2024 δείχνουν ότι και αυτό το έτος θα έχει έναν μεγάλο αριθμό περιστατικών.

Όμως κατά την εκτίμηση του γράφοντος, η οικονομική κρίση και οι συνέπειες των μέτρων αντιμετώπισης του Covid-19 δεν είναι οι αιτίες, αλλά αποτελούν τις αφορμές για την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας μιας και εξέθεσαν τα προβλήματα συνεννόησης, την συνολική έλλειψη εκπαίδευσης της κουλτούρας διαλόγου, τις ψυχικές αδυναμίες και τις οικονομικές δυσκολίες ζευγαριών και οικογενειών, που ενώ δεν πρέπει να είναι μαζί παραμένουν σε μία εξαναγκαστική συμβίωση.

Αυτά τα ζητήματα σε συνδυασμό με τη δομική έλλειψη εκπαίδευσης ενάντια στη βία σε όλα τα στάδια έχουν φέρει την κατάσταση σε πολύ δύσκολο σημείο όπου πέραν των κλασσικών εγκλημάτων ζηλοτυπίας που πάντα υπήρχαν, πλέον υπάρχει μία συνολική προβληματική κατάσταση που άπτεται πολλαπλών θεμάτων της λειτουργίας μιας οικογένειας και την άσκηση βίας.

Η υπάρχουσα Νομοθεσία

Ο νόμος Ν.3500/2006 με τις τροποποιήσεις του Ν.5090/2024 έχει αποτελέσει για σχεδόν 20 έτη την βάση για τη νομική αντιμετώπιση του ζητήματος όπου τυποποιούνται τα αδικήματα βίας μεταξύ μελών της οικογένειας και τα κατηγοριοποιεί σε πλημμελήματα και κακουργήματα αναλόγως της βαρύτητας και των επαπειλούμενων ποινών.

Ακόμη η κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας με το Ν.4531/2018, αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη για την προστασία των θυμάτων.

Σε συνδυασμό με τις ισχύουσες ποινικές δικονομικές διατάξεις υπάρχει σαφές νομικό πλαίσιο και ο κάθε δράστης αρχικά και ύστερα κατηγορούμενος μπορεί να αντιληφθεί ότι υπάρχουν σημαντικές και αυστηρές ποινές και αφορούν σε τιμωρία αδικημάτων όπως η σωματική βλάβη και η άσκηση βίας και απειλής.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για μία σαφή νομοθεσία μεν, η οποία όμως και αυτή καλείται να εφαρμοσθεί μέσα στο γενικότερο πλαίσιο γραφειοκρατίας και καθυστερήσεων που αντιμετωπίζει ο θεσμός της δικαιοσύνης στη χώρα μας γεγονός που έγκειται κυρίως στη χρονική απόσταση μεταξύ της καταγγελίας και της τελικής εκδίκασης μιας υπόθεσης.

Και ακριβώς αυτή η διάρκεια μεταξύ του χρόνου καταγγελίας και του χρόνου εκδίκασης είναι που δυσχεραίνει τη θέση του θύματος το οποίο επιπλέον αντιμετωπίζει και παράλληλα πολλαπλά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

Είναι επαρκές το νομικό πλαίσιο;

Έπειτα από τις τροποποιήσεις που έγιναν με τον Ν. 5090/2024 υπήρξαν βελτιώσεις ως προς την αναλυτικότερη περιγραφή των πράξεων και των αντίστοιχων αδικημάτων, ιδίως σε βάρος ανηλίκων, επίσης διευρύνθηκε το πλαίσιο καταγγελιών από πλευράς επαγγελματιών που έρχονται σε επαφή με θύματα παιδιά και για τους γιατρούς για θύματα ενήλικες, ενώ ταυτόχρονα οι ποινές είναι μεγάλες και αφορούν σε πλημμελήματα και κακουργήματα.

Ακόμη πλέον έχουν δοθεί στη δημοσιότητα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης περαιτέρω νομοθετικές προβλέψεις που αναμένονται να αποτελέσουν νομικές διατάξεις και περιλαμβάνουν: αυστηροποίηση της πραγματικής έκτισης των ποινών που θα επιβάλλονται, για τα κακουργήματα θα υπάρχει προσωρινή κράτηση και κατ εξαίρεση περιορισμός με βραχιολάκι, δυνατότητα επιβολής περιοριστών όρων κατά του δράστη και πριν από την άσκηση ποινικής δίωξης, απαγόρευση ποινικής διαμεσολάβησης ιδίως για τα σοβαρά πλημμελήματα, και η θέσπιση 48 ωρών επιπλέον ωρών αναζήτησης του δράστη πέραν του πρώτου 48ωρου σε περίπτωση που παρέλθει το αυτόφωρο ώστε το θύμα να μπορέσει να βελτιώσει την άμεση θέση του, και πρόβλεψη για 6μηνη προσωρινή κράτηση για σοβαρά πλημμελήματα.

Μέχρι σήμερα υπάρχει αύξηση των περιστατικών, παρά το ότι οι ποινές είναι αυστηρές και ίδιες για όλη τη αναφερόμενη χρονική περίοδο ενώ οι επικείμενες αλλαγές θεσπίζουν διαδικασίες που αφορούν τον μεγαλύτερο και αμεσότερο περιορισμό των δραστών. Η νομική αυστηροποίηση δεν συνεπάγεται και την μείωση των περιστατικών σύμφωνα και με το παράδειγμα της θανατικής ποινής, όπου η ύπαρξη της δεν έχει μειώσει ουσιαστικά τις δολοφονίες ή τις απόπειρες αυτών.

Τα κρίσιμα σημεία για το θύμα

Με βάση τα δεδομένα και την εμπειρική καταγραφή εντοπίζονται δύο κρίσιμα διαδικαστικά – νομικά σημεία για τα θύματα:

α) η έλλειψη σαφούς γνώσης των νομικών δυνατοτήτων και της έννοιας της ενδοοικογενειακής βίας η οποία μπορεί να είναι συνεχής ή με διακυμάνσεις, και της μετέπειτα διαδικασίας προστασίας από πλευράς του θύματος ώστε να γνωστοποιήσει και να καταγγείλει την εις βάρος του κατάσταση,

β) η αδυναμία επαρκούς προστασίας του θύματος από τη στιγμή που θα προχωρήσει σε καταγγελία και η ύπαρξη πολλαπλών δυσκολιών όπως είναι: η ανάγκη στέγασης, η προστασία ανήλικων παιδιών, η οικονομική αδυναμία και εξάρτηση από το δράστη, η προστασία κατά το χρονικό διάστημα από την καταγγελία ως τη σύλληψη και ακολούθως ως την εκδίκαση.

Η εφαρμογή του panic button μαζί με τα πλέον 63 Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας από την ΕΛΑΣ καθώς και η τηλεφωνική γραμμή SOS 15900 της Γενικής Γραμματείας Ισότητας μαζί με τις δομές φιλοξενίας παρέχουν ένα βασικό πλαίσιο για την κατ αρχήν ενημέρωση του θύματος, όμως οι δυσκολίες στην πρακτική εφαρμογή παραμένουν.

Η προοπτική της επιτάχυνσης της εκδίκασης και ο αυστηρότερος περιορισμός του δράστη μπορούν εν δυνάμει να μειώσουν το χρόνο μεταξύ καταγγελίας και εκδίκασης και να αυξήσουν την προφύλαξη, όμως η συνολική κατάσταση ενός θύματος αντιμετωπίζει περισσότερο οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες σε σχέση με τα θέματα της νομικής προστασίας.

Απόδειξη των πρακτικών και παράπλευρων δυσκολιών των δύο κρίσιμων σημείων για τα θύματα, που έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με τα νομικά ζητήματα και χρήζουν περαιτέρω ενασχόλησης και διερεύνησης είναι ο αριθμός των θυμάτων που χάνουν τη ζωή τους, όπου από περίπου 10 κατά τα έτη από το 2012 ως το 2020, πλέον αυξήθηκαν περί τα 20 για το 2021 και 2022, δηλαδή είναι διπλάσια.

Νομική απάντηση & Διεπιστημονική προσέγγιση

Η νομοθεσία και η δικαιοσύνη μπορεί και πρέπει να προσαρμόζεται στις κοινωνικές ανάγκες και εξελίξεις, πάντα όμως με βάση τις σταθερές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των αξιών που διέπουν τη Δημοκρατία και του Συντάγματος, όμως η νομική απάντηση στο θέμα της ενδοοικογενειακής βίας δεν είναι η μόνη ούτε και η συνολική που μπορεί να δοθεί.

Γιατί ο νόμος και οι θεσμικές δυνατότητες της δικαιοσύνης, όπως το πρόγραμμα της δωρεάν νομικής βοήθειας, αφορούν σε διαδικασίες που έχουν κυρίως να κάνουν με θύματα και δράστες που φανερώνονται και οδηγούνται ενώπιον των δικαστηρίων και εκεί ναι μεν μπορούν να υπάρξουν βελτιώσεις όπως εξάλλου σε κάθε διοικητική λειτουργία του κράτους και της δημόσιας διοίκησης, αλλά το ζήτημα δεν έχει αποκλειστικά νομική λύση.

Όπως αντίστοιχα και μόνη της μία διαδικασία νομικής αυστηροποίησης διαδικασιών προσωρινής κράτησης, δεν συνεπάγεται και την αυτοδίκαιη μείωση περιστατικών καθότι αναλογικά όπως έχει αποδειχτεί σε χώρες με ύπαρξη της θανατικής ποινής, αυτή δεν έχει εμποδίσει την τέλεση ανθρωποκτονιών και τις απόπειρες αυτών. Αντίθετα η επιτάχυνση του χρόνου εκδίκασης μπορεί να συνεισφέρει και να προστατέψει ουσιαστικά το θύμα και είναι θέμα που πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη σημασία.

Κατά βάση η ενδοοικογενειακή βία χρειάζεται μία συνολική διεπιστημονική προσέγγιση και διαχείριση μαζί με κοινωνική εγρήγορση και ενσυναίσθηση που αφορά συνολικά την εκπαίδευση και την νοοτροπία σε όλες τις ηλικίες. Δηλαδή δεν είναι ένα θέμα κυρίως νομικής αντιμετώπισης αλλά συνολικής νοοτροπίας και κοινωνικής αντίληψης για την συνολική διαδικασία συνεννόησης, διαλόγου και των ορίων της βίας μεταξύ των ζευγαριών και των οικογενειών.

Για αυτό χρειάζεται έμφαση στην συνολική πρόληψη, στην ενημέρωση των θυμάτων, στην εκπαίδευση και στην καλλιέργεια του διαλόγου έναντι της βίας σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης και στους εργασιακούς, αθλητικούς, κοινωνικούς χώρους σε συνδυασμό με πιο εξειδικευμένες και διαχυτικές εκστρατείες ενημέρωσης.

Σε αυτή την κατεύθυνση είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε όλοι τους αριθμούς των θυμάτων και των περιστατικών και να κατανοήσουμε ότι μόνον με το συνδυασμό μιας διεπιστημονικής προσέγγισης και νομικής αντιμετώπισης μπορούμε να πετύχουμε την μείωση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, με σαφείς στόχους, δράσεις και δυνατότητες για τα θύματα.

O Σταύρος Τασιόπουλος είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης

Πηγές: 3η και 4η Έκθεση για τη Βία κατά των Γυναικών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας

23ο Ενημερωτικό Σημείωμα του Παρατηρητηρίου για την Ισότητα των Φύλων

Ετήσιες Εκθέσεις Υποθέσεων Ενδοοικογενειακής Βίας της ΕΛ.ΑΣ., 2020, 2021, 2022