Στο 70% το έλλειμμα εμπιστοσύνης – 2000 νομοθετήματα σε μία 10ετία – Ποια είναι η πραγματική εικόνα;
Καθώς βρισκόμαστε στα μισά της τρέχουσας δεκαετίας προς το 2030, όπου επιδιώκεται η ανάκαμψη της χώρας με όρους στατιστικών, αλλά και στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας, είναι χρήσιμο, αν όχι απαραίτητο, να αντιληφθούμε τι συμβαίνει τελικά στην εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τους βασικούς θεσμούς της δικαιοσύνης και του πολιτεύματος, σε συνδυασμό με την παραγωγή ρυθμιστικών κανόνων, δηλαδή της νομοθεσίας, μέσω νόμων και προεδρικών διαταγμάτων.
Εξετάζοντας τα προηγούμενα 10 έτη, προκύπτει ότι στη χώρα μας η παραγωγή νομοθεσίας ήταν σε μια αδιάκοπη λειτουργία με την ψήφιση 848 νόμων και την έκδοση 1.083 προεδρικών διαταγμάτων, δηλαδή συνολικά 1.931 νομοθετημάτων που ρυθμίζουν τη λειτουργία του κράτους και άπτονται όλων των πεδίων διακυβέρνησης.
Πιο απλά, έχουμε περίπου 193 νομοθετήματα τον χρόνο, εκ των οποίων 85 νόμοι, δηλαδή επτά νόμους ανά μήνα, περίπου 1,75 νόμους τη βδομάδα. Γεγονός που σημαίνει ότι κάθε εβδομάδα, κάποιο ζήτημα ρυθμίζεται με την ψήφιση σχετικού νόμου από τη νομοθετική εξουσία – τη Βουλή, ενώ ταυτόχροναν η εκτελεστική εξουσία – τα Υπουργεία εισάγουν προς έκδοση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας περίπου 108 προεδρικά διατάγματα τον χρόνο, δηλαδή εννέα τον μήνα, δηλαδή 2,25 ΠΔ ανά εβδομάδα, συνολικά τέσσερα νομοθετήματα κάθε βδομάδα.
Το γεγονός αυτό, εκ πρώτης όψεως αρκεί για να πει κανείς ότι η Βουλή και τα Υπουργεία ασκούν τον ρόλο τους επαρκώς, αλλά όμως τα επίσης παράλληλα δεδομένα αναφορικά με την εμπιστοσύνη στους θεσμούς του πολιτεύματος προκαλούν έντονο προβληματισμό.

Τι νομοθεσία έχουμε;
Ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής νομοθεσίας αφορά στην υιοθέτηση ευρωπαϊκών οδηγιών και στην κύρωση διεθνών συμφωνιών, όμως παρόλα αυτά, η πλειοψηφία των νόμων αφορά σε εισαγωγή ρυθμίσεων επαναπροσδιορισμού υφιστάμενων ρυθμίσεων, που τροποποιούν πρότερους νόμους, ενώ ταυτόχρονα, ένα μεγάλο μέρος των διαταγμάτων αφορά σε κανονιστικά ζητήματα, καθώς και σε θέματα εσωτερικής οργάνωσης δημοσίων υπηρεσιών, που στην πράξη έρχονται και επικαιροποιούν ή αναδιαμορφώνουν υφιστάμενες υπηρεσίες.
Καθίσταται σαφές δηλαδή ότι η παραγωγή πρωτότυπης και καινούργιας νομοθεσίας για την κάλυψη σύγχρονων και καινούργιων κοινωνικών αναγκών αποτελεί τη μειοψηφία της νομοθετικής παραγωγής, ενώ η ισχυρή πλειοψηφία αφορά στην τροποποίηση προηγούμενων ρυθμίσεων και κυρίως ως προς θέματα εσωτερικής λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών, δημιουργώντας προβληματισμό για το αν τελικά μπορεί να υπάρξει λιγότερη και σαφέστερη νομοθέτηση.
Ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει βήματα βελτίωσης στον τρόπο νομοθέτησης, με έναν καλύτερο προγραμματισμό ανά υπουργείο και ανά αντικείμενο, όπως εμφανίζεται από τη γραμματεία νομικών και κοινοβουλευτικών θεμάτων, τα ζητήματα της πολυνομίας και κακονομίας στη χώρα μας παραμένουν, προβληματίζοντας πολίτες και επιχειρήσεις, γεγονός που έχει αναδειχθεί από αρκετές έρευνες με χαρακτηριστική αυτή της dianeosis, το 2017.
Το έλλειμμα εμπιστοσύνης στους θεσμούς
Ενώ λοιπόν η παραγωγή νομοθεσίας συμβαίνει σε αδιάκοπο ρυθμό, παράλληλα μειώνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς της δημοκρατίας μας, δηλαδή στη Βουλή, στην Κυβέρνηση και στη Δικαιοσύνη, πρακτικά δηλαδή σε όλο τον κύκλο νομοθεσίας και εφαρμογής της.
Τα στοιχεία της έρευνας της Public Issue – Εμπιστοσύνη στους Θεσμούς, για το 2024, δείχνουν ότι οι πολίτες, σε ποσοστό 70%, δεν εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη, δηλαδή τον θεσμό που καλείται να ελέγξει τους άλλους δύο θεσμούς και να αποδώσει δικαιοσύνη για τον πολίτη, με βάση την ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία και ερμηνεία επί των νόμων, ενώ σε ποσοστό 78%, δεν εμπιστεύονται τη Βουλή και την Κυβέρνηση, δηλαδή όσους παράγουν και ψηφίζουν τα νομοθετήματα, ενώ σαφή έλλειψη εμπιστοσύνης καταγράφεται και για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, σε ποσοστό 64%.
Στη διακύμανση της δεκαετίας, από το 2015 ως σήμερα, η πτώση της εμπιστοσύνης είναι εκκωφαντική, καθώς από τότε που στη χώρα ξεκίνησε το 3ο Μνημόνιο και ακολούθως είχαμε την κρίση του Covid-19, παρατηρείται πλήρης έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς του πολιτεύματος.
Για τη Βουλή, από το ήδη πολύ υψηλό 70% φτάσαμε στο 78%, δηλαδή σχεδόν 8 στους 10 πολίτες δεν εμπιστεύονται τον θεσμό ψήφισης της νομοθεσίας, για τη Δικαιοσύνη, από το 44% στο 70%, δηλαδή 7 στους 10 δεν εμπιστεύονται τον ελεγκτή της εξουσίας, ενώ για τον διεθνή εκπρόσωπο της χώρας και ρυθμιστή του πολιτεύματος, από το 32% το 2015, πλέον το 64% δεν εμπιστεύεται τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Γίνεται σαφές ότι η εμπιστοσύνη στους θεσμούς του πολιτεύματος έχει ατονήσει σημαντικά και πλέον, ενώ παλιότερα υπήρχε και τότε μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης στη Βουλή, αυτή αντισταθμιζόταν με την εμπιστοσύνη στους άλλους θεσμούς, της Δικαιοσύνης και του Προέδρου της Δημοκρατίας, γεγονός που πλέον δεν υπάρχει και για αυτό πλέον μιλάμε για ένα συνολικό έλλειμμα εμπιστοσύνης.
Πρακτικά, αυτό το έλλειμμα σημαίνει δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης στη σχέση της με τους πολίτες, στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και στην ουσιαστική απόσταση μεταξύ νομοθετών και νομοθετούμενων πολιτών, που συνεπάγεται την απουσία εμπιστοσύνης προς τους λειτουργούντες τη δημοκρατία και ενδεχομένως αυτή έρχεται να επισκιάσει και την ίδια την αξία του πολιτεύματος.
Πέραν της γνωστής σκανδαλολογίας, που ανέκαθεν υπήρξε βασική σταθερά του πολιτικού συστήματος, καθώς πάντα υπήρχαν πολιτικά σκάνδαλα, πλέον υπάρχει μία παγιωμένη εκτίμηση ότι η συνολική λειτουργία του πολιτεύματος έχει αδυναμίες σε σημείο έλλειψης αξιοπιστίας και σε επίπεδο παραγωγής νόμων (Βουλή) και σε επίπεδο ελέγχου της εκτελεστικής (Κυβέρνησης) εξουσίας από τη Δικαιοσύνη, ενώ ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας εκλαμβάνεται πλέον ως μέρος του προβλήματος.
Αν οι θεσμοί της Βουλής και της Δικαιοσύνης παρουσιάζουν μία τέτοια εικόνα στα μάτια των πολιτών, αυτό δε συμβαίνει τυχαία και αφορά διεργασίες που έχουν να κάνουν και με τη θεσμική εσωτερική λειτουργία, αλλά και με τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τους θεσμούς και το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο κομματικών αντιπαραθέσεων, αλλά αναγκαίο σημείο δημοκρατικής συνεννόησης και συνεργασίας, συνολικά για το πολιτικό σύστημα.
Η πίστη στους θεσμούς ως προϋπόθεση της ανάπτυξης
Το 2024, το Νόμπελ Οικονομίας δόθηκε στους Ντάρον Ατζέμογλου, Σάιμον Τζόνσον και Τζέιμς Α. Ρόμπινσον, «για μελέτες σχετικά με το πώς οι θεσμοί διαμορφώνονται και επηρεάζουν την ευημερία», με βάση το έργο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη», όπου οι βραβευθέντες πλέον οικονομολόγοι τεκμηριώνουν με ενδελεχή έρευνα ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί αποτελούν τη βάση για την οικονομική επιτυχία ή αποτυχία.
Το γεγονός αυτό στην ελληνική του εκδοχή συναρτάται άμεσα με τη λειτουργία των θεσμών του πολιτεύματος, που όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, βιώνουν μια ηχηρή αποδοκιμασία και έλλειψη εμπιστοσύνης από τους πολίτες, που σε μεγάλο βαθμό αντανακλά και τα προβλήματα λειτουργίας τους σε σχέση με την καθημερινότητα, αλλά και την αναπτυξιακή τους επίδραση στην κοινωνία και την οικονομία.
Όπως έχουν καταδείξει με την έρευνα τους οι ανωτέρω νομπελίστες, η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς είναι το κυρίαρχο στοιχείο που καθορίζει την αναπτυξιακή προοπτική μιας χώρας, το κατά πόσον θα έχει ευημερία ή θα έχει αυξανόμενες ανισότητες και εν τέλει θα οδηγείται σε οικονομικές δυσχέρειες και καταστροφές.
Όταν στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των τριών μνημονίων, όπου το πολιτικό σύστημα έφτασε στα όρια του, πλέον, καθώς οδεύουμε στο 2030, παρατηρείται μία διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης στους βασικούς θεσμούς διακυβέρνησης και στη δικαιοσύνη και είναι εμφανές ότι υπάρχει ένα πραγματικό πρόβλημα, που αντανακλάται σε μια σειρά θεμάτων που απασχολούν την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα καλείται συνολικά να προβεί σε γενναίες λύσεις.
Ταυτόχρονα, μία σειρά δεικτών, με βάση τα στοιχεία της Eurostat και του ΟΟΣΑ, όπως η διαφάνεια, η οικονομική ελευθερία, η εισοδηματική ανισότητα, η αγοραστική δύναμη, το κόστος στέγασης, δείχνουν την Ελλάδα – παρότι έχει μία βελτίωση, να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ, ενώ η απόσταση από το μ.ο., είτε παραμένει μεγάλη είτε αυξάνεται, γεγονός που θα πρέπει να προβληματίσει συνολικά το πολιτικό σύστημα.
Ακόμη, η ανωτέρω οικονομική κατάσταση συνδυάζεται με το μεγάλο χρονικό διάστημα για την επέλευση παραγωγικών επενδύσεων, είτε εσωτερικών είτε ξένων, με την παραδοχή από πλευράς δημοσίου ότι υπάρχει πρόβλημα στην απόδοση δικαιοσύνης σε όλα τα πεδία, αστική, ποινική, διοικητική. Ενώ σε πιο άμεσο κοινωνικό επίπεδο, η αυξανόμενη εμφάνιση κρουσμάτων βίας (ενδοοικογενειακής, σχολικής, διακρίσεων κλπ) και οι καθυστερήσεις στις υποθέσεις ιδιωτών έχουν επηρεάσει αισθητά την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαιοσύνη.
Στη βάση της δημοκρατίας και στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η πίστη στους θεσμούς είναι προϋπόθεση για την αναπτυξιακή προοπτική και την κατανομή των αποτελεσμάτων στην κοινωνία, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και την αύξηση των δυνατοτήτων και αυτή η πορεία, όπως έχουν δείξει και οι νομπελίστες οικονομικών, διασφαλίζεται όταν υπάρχει εμπιστοσύνη στους θεσμούς, στη λειτουργία τους και στα πρόσωπα που τους εκπροσωπούν και αυτή είναι μια ανάγκη που διαπερνά οριζόντια όλο το πολιτικό σύστημα.
Καθώς προχωράμε προς το 2030, μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πλαίσιο διεθνών σχέσεων, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές της προκλήσεις, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις διεθνείς απαιτήσεις, και η αποδοτικότερη μέθοδος είναι η ενίσχυση της δημοκρατίας και των θεσμών της, πέρα από κομματικές παρωπίδες και προσωπικές στρατηγικές, εξάλλου το παράδειγμα της διεθνούς κρίσης του 2008 και η επίδραση της στη χώρα είναι πρόσφατο.

Σταύρος Τασιόπουλος Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω,
LLM/MSc Δημοσίου Δικαίου & Πολ. Επιστ.
Περ. Διακυβ. & Βιώσιμης Ανάπτυξης